Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΗΣ



1. ῾Η ὀρθόδοξη κατήχηση καί τό περιεχόμενό της.

Νομίζουμε ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐπιχειρηματολογήσει κανείς προκειμένου νά μιλήσει γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς κατήχησης μέσα στά πλαίσια τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Πάντοτε, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα, ἡ κατήχηση θεωρεῖτο ὡς μία ἀπό τίς οὐσιαστικότερες διαστάσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου, ἡ ὁποία μάλιστα ἀναφερόταν σέ ὅλες τίς ἡλικίες καί σέ ὅλες τίς κοινωνικές τάξεις. ῏Ηταν ἡ ἴδια ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ στούς μαθητές Του: ῾Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν᾽ (Ματθ. 28, 19-20). Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἀπόστολοι καί στή συνέχεια ὅλοι οἱ μαθητές καί συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν ἀποστόλων θεώρησαν ὡς αὐτονόητη ὑποχρέωσή τους, κυριολεκτικά ὅρο γιά νά παραμένουν ἐν Χριστῷ, τήν ἄσκηση αὐτοῦ τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου: πρῶτα πρός τούς ἐκτός τῆς πίστεως, τά διάφορα ἔθνη, προκειμένου νά τούς καλέσουν σέ μετάνοια καί στήν πίστη στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἔπειτα στούς ἤδη πιστούς, προκειμένου νά ἐμβαθύνουν στήν πίστη τους, νά τήν κατανοήσουν στίς διάφορες διαστάσεις της, νά αὐξηθοῦν σέ αὐτήν. Στό δίλημμα μάλιστα μεταξύ τῆς κατήχησης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἄσκησης φιλανθρωπικοῦ ἔργου ἡ ἐπιλογή τους ἦταν δεδομένη: προτεραιότητα εἶχε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως παραθεώρηση καί τῆς φιλανθρωπίας. Τό παράδειγμα τῆς πρώτης ᾽Εκκλησίας μέ τό πρόβλημα στά κοινά τραπέζια πού ὁδήγησε καί στήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων εἶναι ἀποκαλυπτικό: ῾Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις᾽(Πρ. ᾽Απ. 6, 2).
῎Αν ὅμως θεωρεῖτο αὐτονόητη ἡ κατήχηση πρός ὅλους ἀπό τούς ᾽Αποστόλους καί ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἐξίσου αὐτονόητο θεωρεῖτο καί τό περιεχόμενο τῆς κατήχησής τους, ὅπως ἰδιαιτέρως τό ἐκφράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾οὐκ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μή ᾽Ιησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον᾽ (Α´ Κορ. 2,2). Και βεβαίως μαζί μέ τή Σταύρωση τονιζόταν πάντοτε καί ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ Σταυροῦ, ἡ ᾽Ανάσταση. ῾Ὁ Θεός ἀνέστησε τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, τόν ὁποῖο ἐσεῖς σταυρώσατε᾽, ὅπως εἶπε καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος στό συγκεντρωμένο πλῆθος τῆς ᾽Ιερουσαλήμ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πρβλ. Πρ. ᾽Απ. 2, 32. 36). Σταυρός καί ᾽Ανάσταση: νά τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, νά τό κέντρο τῆς κατήχησης τῆς ᾽Εκκλησίας. Καί ἡ ἀλήθεια αὐτή ἑρμηνεύει κάτι πολύ γνωστό: γιατί τά Εὐαγγέλια δέν θεωρήθηκαν ποτέ βιογραφίες τοῦ Χριστοῦ. Διότι πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι βιογραφίες γράφουμε μόνο γιά ἀνθρώπους, οἱ Εὐαγγελιστές κατέγραψαν τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, τό ὁποῖο περιστρεφόταν πάντοτε γύρω ἀπό τόν Σταυρό καί τή ᾽Ανάσταση.
Ποιά ἡ αἰτία τοῦ κεντρικοῦ αὐτοῦ περιεχομένου τοῦ κηρύγματος τῶν ἀποστόλων καί τῆς ᾽Εκκλησίας; Γιατί τό βάρος ἔπεφτε πάντοτε στόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάσταση; Διότι κυρίως αὐτά ἔσωσαν τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό ἀποτέλεσμά της, τή φθορά καί τόν θάνατο. Ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καταργεῖ τό σῶμα αὐτῆς, πατᾶ τόν θάνατο μέ τόν θάνατό Του καί μᾶς ἀνοίγει τόν Παράδεισο, καθώς μᾶς συμφιλιώνει μέ τόν Θεό Πατέρα. ῎Ετσι ὁ θάνατος παύει νά ἔχει τήν τρομακτική ὄψη τήν πρό Χριστοῦ καί γίνεται ἁπλή δίοδος πού μᾶς φέρνει σέ ἀγαπητική σχέση μέ τόν Θεό ἐν προσώπω ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾᾽Εάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν᾽(Ρωμ. 14,8). ῾Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;᾽(Α´Κορ. 15,55). Ἡ νίκη λοιπόν τῆς ζωῆς καί ἡ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἦταν πάντοτε ὅ,τι οὐσιαστικότερο ἔφερε γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός. Χωρίς τή νίκη αὐτή, χωρίς τήν ἄρση τῆς ἁμαρτίας, ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ῾ματαία ἡ πίστις ὑμῶν᾽(Α´Κορ. 15,17). Ὁ Χριστός χωρίς τήν κατάργηση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου θά ἦταν ἕνας ἀκόμη ἱδρυτής θρησκείας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς προσέφερε ὡραῖες διδασκαλίες ἤ καί καλό παράδειγμα, ἀλλά θά μᾶς ἄφηνε ἐγκλωβισμένους μέσα στά πλαίσια τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου τοῦ κόσμου τούτου.
Βεβαίως, εἶναι περιττό καί νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ νίκη αὐτή ἀπέναντι στόν θάνατο δέν ἐξαντλεῖται μόνο στή διδασκαλία, ἀλλά βιώνεται ὡς πραγματικότητα μέσα στήν ᾽Εκκλησία μας, καί μάλιστα στό κατεξοχήν μυστήριο πού φανερώνει τήν ᾽Εκκλησία, τή Θεία Εὐχαριστία. ᾽Εκεῖ, στή συνέχεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, στήν προσφορά τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός κατανοεῖ ἐμπειρικά καί προσωπικά ὅτι ὁ θάνατος ὑπερβαίνεται, γιατί ἀκριβῶς καλεῖται νά φάει καί νά πιεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό του καί νά γίνει ἔτσι ἕνα μαζί Του. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὅποια κατήχηση ἄν δέν καταλήγει στή Θεία Λειτουργία, ἄν δέν κάνει τόν ἄνθρωπο νά συνειδητοποιεῖ ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται τό κέντρο τῆς ζωῆς του, τελικῶς δέν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Θά λειτουργεῖ ὅπως τό κήρυγμα τῶν Προτεσταντῶν, δηλαδή ὡς κάτι πού αἰωρεῖται τελικῶς στό κενό. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο μέ τό κλαδί τοῦ δέντρου. Τό κλαδί εἶναι ζωντανό καί κατανοεῖται ὡς τέτοιο μόνο σέ διαρκή σχέση καί ἀναφορά πρός τό δέντρο. Οἱ χυμοί τοῦ δέντρου κρατοῦν τό κλαδί ζωντανό, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ κρατοῦν τόν χριστιανό ζωντανό, ἀφοῦ ἔτσι μᾶς ἔμαθε ὁ Κύριος νά βλέπουμε τόν ἑαυτό μας. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽(᾽Ιωάν. 15,5).

2. Ὁ τρόπος προσφορᾶς τοῦ περιεχομένου τῆς κατήχησης.

Αὐτό λοιπόν κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι, αὐτό ἦταν πάντοτε τό περιεχόμενο τῆς κατήχησης τῆς ᾽Εκκλησίας. ᾽Αλλά αὐτό τό περιεχόμενο διαφοροποιεῖτο κάθε φορά ὡς πρός τήν προσφορά του ἀνάλογα μέ τούς ἀποδέκτες του. ᾽Αλλιῶς μιλοῦσαν οἱ ἀπόστολοι δηλαδή στούς ἐκτός τῆς πίστεως, ἀλλιῶς στούς ἤδη πιστούς. ᾽Αλλιῶς στούς ἀρχαρίους πνευματικά, ἀλλιῶς στούς προχωρημένους καί τελείους. ῞Οταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά παράδειγμα μιλᾶ γιά τό γάλα τῆς πίστεως πού μποροῦν νά δεχτοῦν ὁρισμένοι πιστοί γιατί δέν ἀντέχουν τή στέρεα τροφή, τί ἄλλο μᾶς διδάσκει ἀπό αὐτή τή διακριτική στάση ὡς πρός τήν προσφορά τοῦ κηρύγματος τῆς ᾽Εκκλησίας; ῾Γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καί οὐ βρῶμα. Οὔπω γάρ ἠδύνασθε᾽(Α´ Κορ. 3,2). Κι αὐτήν τή διάκριση μᾶς τή δίδαξε ὁ ἴδιος πρῶτα ἀπό ὅλα ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος τήν ἀποκάλυψή Του στόν κόσμο τήν ἔκανε σταδιακά. Πρῶτα φανερώθηκε στούς ῾Εβραίους μέ τόν Μωσαϊκό Νόμο καί τούς προφῆτες - ὅ,τι συνιστᾶ τήν Παλαιά Διαθήκη - ἔπειτα φανερώθηκε ἄμεσα καί προσωπικά στό πρόσωπα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ - ὅ,τι συνιστᾶ τήν Καινή Διαθήκη.
Κι ἀκόμη: ὁ ἴδιος πάλι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός σταδιακά ἀποκαλυπτόταν στούς μαθητές Του. ᾽Εκεῖνος ἔλεγε ὅτι πολλά πράγματα δέν μποροῦσαν νά βαστάσουν οἱ μαθητές Του τότε πού ἦταν ἀκόμη ἐν σαρκί μαζί Του, ἀλλά θά τα κατανοοῦσαν ἀργότερα μέ τήν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾῎Ετι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾽ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. ῞Οταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν᾽ (᾽Ιωάν. 16, 13). Καί πράγματι: ἡ πλήρης κατανόηση τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές Του, ἀκόμη καί ἀπό τήν ἴδια τήν Παναγία Μητέρα Του, ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ῾ὅτε κατῆλθε τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον᾽. Διότι μόνον ἐν ἁγίῳ Πνεύματι κατανοεῖται καί γίνεται γνωστός προσωπικά ὁ Χριστός. ῾Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽ (Α´ Κορ. 12, 3).
Κι αὐτήν τήν τακτική διδάσκει ὁ Χριστός νά ἀκολουθοῦν καί οἱ μαθητές Του σέ ὅλους τούς αἰῶνες. ῾Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί - ἔλεγε – μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτούς ἐν τοῖς ποσίν αὐτῶν καί στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς᾽(Ματθ. 7, 6). Μέ ἄλλα λόγια ἡ διακριτική προσφορά τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως θεωρεῖται δεδομένη καί περαιτέρω ἐξηγεῖται ἀπό τόν Κύριο ὅτι τοῦτο γίνεται γιά λόγους φιλανθρωπίας. ᾽Ακόμη καί ἡ ἄρνηση νά μιλήσει κανείς γιά τήν πίστη εἶναι πολλές φορές ἡ καλύτερη στάση ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀδυνατεῖ, στή φάση πού βρίσκεται, νά τήν ἀποδεχτεῖ. Τυχόν ὑπέρβαση τῆς διάκρισης αὐτῆς γιά λόγους ὑπερβάλλοντος ζήλου, δηλαδή ζήλου οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν, ἀποκαλύπτει τό ἐσωτερικό δικό μας πρόβλημα ἐγωϊσμοῦ, πού θέλουμε νά γινόμαστε ῾βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως᾽καί νά διορθώνουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Καί ὄντως: ἤδη ἀπό τήν πρώτη ᾽Εκκλησία παρουσιάστηκαν τέτοιοι ῾ζηλωτές᾽, οἱ ὁποῖοι ἀδιάκριτα προσέφεραν τά τῆς πίστεως σέ ὅλους. Κι ἡ ᾽Εκκλησία μας τί ἔκανε; Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀπαγόρευε ἀκόμη καί τήν ἱεραποστολή. Πότε; ῞Οταν γινόταν ἡ διαπίστωση ὅτι τό ἀκροατήριο εἶναι ἐχθρικά διακείμενο, ὅταν εἶναι χλευαστικά διακείμενο ἤ ἁπλῶς  ἀνέτοιμο. ᾽Εκεῖ ἡ καλύτερη χριστιανική στάση, τό καλύτερη κήρυγμα, ἡ πιό σωστή κατήχηση εἶναι ἡ σιωπή. Τό ἴδιο δέν ἔκανε καί ὁ Κύριος πρός τόν Πιλάτο, ὅταν τόν ἀνέκρινε ἐκεῖνος λίγο πρίν ἀπό τή Σταύρωση; Στήν ἐρώτηση γιά παράδειγμα τοῦ Πιλάτου ῾τί ἐστιν ἀλήθεια;᾽, ὁ Κύριος δέν κάθεται νά τοῦ ἐξηγήσει, ἀλλά ἁπλῶς σιωπᾶ (Πρβλ. ᾽Ιωάν. 18, 38 ἑξ.). Διότι γνώριζε ὁ Κύριος ὅτι ὁ Πιλάτος ἦταν ἀνέτοιμος νά κατανοήσει τό μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
᾽Αξίζει τέλος νά μνημονευθεῖ στό σημαντικό αὐτό θέμα καί ἡ στάση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀργότερα στό θέμα τῶν κατηχουμένων. Λίγοι γνωρίζουν τόν λόγο πού ἡ ᾽Εκκλησία ξεκινᾶ τήν ἀνάγνωση τοῦ κατά ᾽Ιωάννην Εὐαγγελίου μετά τό Πάσχα. ῎Επρεπε οἱ κατηχούμενοι νά ἔχουν βαπτιστεῖ - κάτι πού γινόταν κυρίως κατά τό Πάσχα – γιά νά εἶναι στήν ὀρθή πνευματική κατάσταση τοῦ μέλους τῆς ᾽Εκκλησίας, ὥστε νά κατανοοῦν τό Εὐαγγέλιο τοῦ ᾽Ιωάννη. ῞Οσο ἦταν κατηχούμενοι μποροῦσαν νά ἀκροῶνται τά συνοπτικά λεγόμενα Εὐαγγέλια, τοῦ Ματθαίου, τοῦ Μάρκου καί τοῦ Λουκᾶ. Τόν ᾽Ιωάννη ὅμως πού εἶχε γράψει τό πνευματικότερο Εὐαγγέλιο, ἐκεῖνο πού τόνιζε ἰδιαιτέρως τή θεότητα τοῦ Κυρίου, μποροῦσαν νά ἀκροῶνται μετά τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
Τά παραπάνω, ὅπως καί πολλά ἀκόμη πού θά μποροῦσαν νά εἰπωθοῦν, ἐπιβεβαιώνουν τήν τακτική τῆς ᾽Εκκλησίας μας στό θέμα τῆς κατήχησης καί κατά τά νεώτερα χρόνια: τή διαβάθμιση σέ κατηχητικές βαθμίδες, τήν ἀναφορά κατ᾽ αὐτές  σέ διαφορετικά θέματα – πάντοτε ὅμως μέ κέντρο τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό μέσα στά πλαίσια τῆς ἐνορίας. Στά νεώτερα παιδιά χρειάζεται τό γάλα τῆς πίστεως. Στά μεγαλύτερα, καί πάλι μέ μεγάλη διάκριση, πιό στέρεα τροφή.
Πῶς θά ξέρει κανείς πότε μπορεῖ νά προχωρήσει σε κάτι πιό στέρεο; Τί μπορεῖ νά ἔχει ὡς κριτήριο πορείας στήν κατήχηση; Τό πόσο τά παιδιά ἐνδιαφέρονται καί ζητᾶνε νά γνωρίσουν τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Σ᾽ ἐκεῖνον πού ρωτάει, πού διψᾶ νά μάθει, σ᾽ ἐκεῖνον ἰδιαιτέρως μπορεῖ κανείς νά ἀποκαλύψει τά βαθύτερα στοιχεῖα τῆς πίστεως. ῾Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου᾽ λέει ὁ Κύριος (Ματθ. 6, 42). Κι εἶναι πολύ χαρακτηριστικό αὐτό πού ἔκαναν πολλοί ἅγιοι τῆς ᾽Εκκλησίας, σάν τόν ἅγιο ᾽Αντώνιο. Ὅταν ἤθελαν νά ποῦνε κάτι πιό οὐσιαστικό ἀπό τήν πνευματική ζωή στούς μαθητές τους ἤ στούς ἐπισκέπτες τους, ἔλεγαν κάτι πολύ γενικό, δίνοντας ἁπλῶς μία ἀφορμή. Αὐτός πού πράγματι ἦταν ἕτοιμος νά δεχτεῖ τόν πνευματικό λόγο, ρωτοῦσε γιά διευκρίνιση. Ὁπότε ἔπαιρναν ἀφορμή ἀπό αὐτό οἱ ἅγιοι καί προχωροῦσαν. Διαφορετικά, σταματοῦσαν καί ἁπλῶς προσεύχονταν. Γιατί τό νά προχωρᾶ κανείς ἀδιάκριτα, ὅπως εἴπαμε, στήν πραγματικότητα προκαλεῖ καταστροφή. Ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής στή Φιλοκαλία ῾ἐκεῖνος πού ἄφησε τήν πράξη καί βασίζεται σέ μία ἁπλή γνώση, ἀντί γιά δίκοπο μαχαίρι κρατᾶ καλαμένιο ραβδί, τό ὁποῖο σέ καιρό πολέμου, κατά τήν Γραφή, θά τοῦ τρυπήσει τό χέρι καί θά μπεῖ μέσα σ᾽ αὐτό καί θά τοῦ βάλει τό φυσικό δηλητήριο προτοῦ τοῦ τό βάλουν οἱ ἐχθροί᾽.

3. Προϋποθέσεις τοῦ ἀσκοῦντος τήν κατήχηση.

῞Ολα τά παραπάνω πού ἀναφέραμε στηρίζονται σ᾽ ἕνα ἁπλό ἀλλά ἀπόλυτο γεγονός, τό ὁποῖο θεωρεῖται αὐτονόητο στήν ὀρθόδοξη παράδοση: ὅτι ὁ ἀσκῶν τήν κατήχηση εἶναι σάν τούς ἀποστόλους ἤ τό λιγότερο πρέπει νά βρίσκεται στή γραμμή τῶν ἀποστόλων, νά εἶναι ἄνθρωπος δηλαδή βαθιᾶς πίστεως στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, συνειδητό μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας, κεκλημένος ἀπό αὐτήν γιά τό μεγάλο καί ἱερό αὐτό ἔργο. Δέν ἔχει καμμία σημασία νά μιλᾶμε γιά τήν κατήχηση, νά ἀναφερόμαστε στό περιεχόμενό της, στούς τρόπους προσφορᾶς της, καί νά μήν ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού θά τήν ὑλοποιοῦν. Πάντοτε ὁ κατηχητής θεωρεῖτο ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς χαρισματοῦχος, ὁ ὁποῖος μέ ἐπίγνωση καί μέ μεγάλο φόβο Θεοῦ ἀνελάμβανε στήν ᾽Εκκλησία τή συγκεκριμένη αὐτή διακονία. Δέν ἀρκεῖ νά εἶναι κανείς ἁπλῶς καλό παιδί ἤ καί νά διακρίνεται στόν τομέα τῶν γραμμάτων. ᾽Απαιτεῖται τό ἐπιπλέον τῆς ἱεραποστολικῆς προσφορᾶς πού θά τό διακρίνει κυρίως ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἐντεταλμένος ἀπό αὐτόν ὑπεύθυνος ἱερέας. Γι᾽ αὐτό ἴσως πολλές φορές μπορεῖ καί πρέπει νά μήν ἀσκηθεῖ ἡ κατήχηση, ὅταν ὑπάρχει ἔλλειψη τῶν χαρισματούχων αὐτῶν, καί νά ἐπιφορτισθεῖ ὁ ἱερέας πού μπορεῖ νά τό κάνει, δεδομένου ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ τό σημαντικότερο καί σπουδαιότερο ἔργο, μαζί μέ τήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
Δυστυχῶς μερικές φορές οἱ ἱερεῖς νεότητας ῾ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ᾽ ἐπιλέγουμε τήν πιό εὔκολη γιά ἐμᾶς λύση: τήν ἀνάθεση τοῦ ἔργου αὐτοῦ σέ ὅποιον προσφέρεται, χωρίς ὅμως νά ἐξετάζουμε ἄν συντρέχουν σέ αὐτόν οἱ ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Δέν ἐννοοῦμε βεβαίως ὅτι αὐτός πού θά ἀναλάβει τήν κατήχηση θά εἶναι ἀναμάρτητος. ᾽Αναμάρτητοι δέν ὑπῆρξεν οὔτε θά ὑπάρξουν ποτέ, πλήν τοῦ ῾Ενός, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Αλλά εἴπαμε: θά πρέπει νά εἶναι συνειδητό μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας, μέ ἐπίγνωση τῆς σπουδαιότητας καί τῆς ἱερότητας τοῦ ἔργου τῆς κατήχησης, μέ ἀγάπη πρός τά παιδιά καί βεβαίως μέ διάθεση συνεχοῦς καταρτισμοῦ πού θά τοῦ ἐπιτρέπει νά ἀντιμετωπίζει ὁποιοδήποτε θέμα πιθανόν τεθεῖ πρός συζήτηση ἀπό αὐτά. Τότε, ναί! Καί τό ἔργο του θά εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ὁ ἴδιος θά ἐμπλουτίζεται ἀπό τήν προσφορά καί τήν κένωσή του αὐτή.